- σπερματίνη
- η, Νβλ. σπερμίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερμίνη — και σπερματίνη, η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία τής πολυαμίνης η οποία εκχυλίζεται από το σπέρμα και δρα ως παράγοντας σταθεροποιητικός τών μεμβρανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermine (< σπέρμα, ατος + κατάλ. τής χημ. ορολογίας ίνη). Η … Dictionary of Greek